- κολουροπυραμίς
- κολουροπυραμίς, -ίδος, ἡ (Α)πυραμίδα κολοβωμένη στην κορυφή, κόλουρη πυραμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλουρος + πυραμίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολουροπυραμίδας — κολουροπυραμίς truncated pyramid fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)